- λυγροπαθής
- λυγροπᾰθής, ές,A suffering mournfully,
βίοτος IG12(8).38.15
([place name] Lemnos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βίοτος IG12(8).38.15
([place name] Lemnos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυγροπαθής — λυγροπαθής, ές (Α) αυτός που έχει υποστεί δεινά, που δοκίμασε συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λυγρῶς(< λυγρός) + παθής (< πάθος)] … Dictionary of Greek
λυγροπαθής — suffering mournfully masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)